-
1 μῶλυς
μῶλυς, υ, gen. υος (μῶλος), durch Anstrengung entkräftet, erschöpft, daher matt, träge, stumpf, βραδύς, νωϑρός, VLL.; so Nic. Th. 32 u. Sp.; Hesych. erkl. auch ἀμαϑής.
-
2 μῶλυς
-
3 μωλύτης
μωλύτης, ὁ, = μῶλυς, Timon. ep. (IX, 296) bei D. L. 7, 170.
-
4 μολοβρός
μολοβρός, ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.
-
5 μῶλυξ
-
6 μολοβρός
μολοβρός, ὁ, u. μολοβρίτης, ὁ, der Landstreicher und Bettler, der sich bei anderen Essen erbettelt, mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst
См. также в других словарях:
μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… … Dictionary of Greek
малый — мал, мала, мало, укр. малий, блр. малы, др. русск., ст. слав. малъ μικρός, ὀλίγος (Еuсh. Sin., Супр.), болг. малък, мало, сербохорв. ма̏о, ма̏ла, ма̏ло, словен. mȃli, malo, чеш., слвц. maly, польск. mаɫу, в. луж., н. луж. maɫki. Родственно греч … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
маять — I маять маю I., ся, мая, маета мучение , болг. мая затягиваю, нарушаю . Родственно д. в. н. muоеn трудиться, стараться , ср. в. н. müen, muowen, д. в. н. muohî ж. труд , гот. afmauiÞs утомленный , д. в. н. muodi усталый , греч. μῶλος тягота,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μωλυρός — μωλυρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) μώλυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ υς + επίθημα υρός (πρβλ. καπ υρός). Η λ. ανάγεται πιθ. σε τ. *μωλ υλός, απ όπου προήλθε το μωλυρός με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… … Dictionary of Greek
mō-, mo-lo- — mō , mo lo English meaning: to strain oneself Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen” Material: Gk. μῶλος “Anstrengung, toil”, μωλέω, Cret. μωλίω “prozessiere”, μῶλυς “ermattet”, perhaps μόλις “barely” (ο for ω after μόγις); ἄ μοτος “ … Proto-Indo-European etymological dictionary