Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μῡκή

См. также в других словарях:

  • μυκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύκη — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 1.095 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Γενική άποψη του οικισμού Μύκη, στον νομό Ξάνθης. * * * (I) μύκη, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ θήκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με… …   Dictionary of Greek

  • μυκή — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 1.095 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Γενική άποψη του οικισμού Μύκη, στον νομό Ξάνθης. * * * μυκή, ἡ (Α) μυκηθμός, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυκῶμαι… …   Dictionary of Greek

  • μυκᾶν — μύκη fem gen pl (doric aeolic) μυκή fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκῶν — μύκη fem gen pl μυκή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύκαι — μύκη fem nom/voc pl μύκᾱͅ , μύκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκαῖσι — μυκή fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκαί — μυκή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκᾶς — μυκή fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύκαις — μύκη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»