-
1 μυδαλοεις
-
2 μῡδαλόεις
μῡδαλόεις, εσσα, εν, = Vorigem, μυδαλόεντα ὄμματα, Strat. 68 (XII, 226).
-
3 μυδαλόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυδαλόεις
-
4 μῡδαλόεις
μῡδαλέος, u. μῡδαλόεις, εσσα, εν, feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόϑεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend; auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig -
5 μυδαλόεντα
μῡδαλόεντα, μυδαλόειςneut nom /voc /acc plμῡδαλόεντα, μυδαλόειςmasc acc sg -
6 μῡδαλέος,
μῡδαλέος, u. μῡδαλόεις, εσσα, εν, feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόϑεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend; auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig
См. также в других словарях:
μυδαλόεις — μυδαλόεις, εσσα, εν (Α) μυδαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυδαλ έος + κατάλ. όεις (πρβλ. μυδ όεις)] … Dictionary of Greek
μυδαλόεντα — μῡδαλόεντα , μυδαλόεις neut nom/voc/acc pl μῡδαλόεντα , μυδαλόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)