-
1 μυακάνθινος
μυακάνθινοςmasc nom sg -
2 μυακανθίνου
μυακάνθινοςmasc /neut gen sg -
3 μυάκανθος
A = κεντρομυρσίνη, Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. [full] μῠᾰκάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυάκανθος
См. также в других словарях:
μυακάνθινος — μυακάνθινος, ίνη, ον (Α) [μυάκανθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο … Dictionary of Greek
μυακάνθινος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυακανθίνου — μυακάνθινος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)