-
1 μυρ-αππίδια
μυρ-αππίδια, τά, eine Art duftender Birnen, Geopon.
-
2 μυρ-εψός
-
3 μυρ-εψικός
μυρ-εψικός, ή, όν, zum Kochen wohlriechender Salben gehörig; φάρμακα, Plut. Symp. 4, 1; ἡ μυρεψικὴ τέχνη, Ath. XIII, 611 f; a. Sp.
-
4 μυρ-εψητήριον
μυρ-εψητήριον, τό, Gefäß zum Kochen wohlriechender Salben, Sp.
-
5 μυρ-εψία
μυρ-εψία, ἡ, das Kochen wohlriechender Salben od. Oele, Arist. insomn. 2, 13.
-
6 μυρ-αλειφέω
μυρ-αλειφέω, = Folgdm, Lob. Phryn. 571.
-
7 μυρ-αλοιφέω
μυρ-αλοιφέω, mit Oel oder wohlriechender Salbe bestreichen, salben, Poll. 6, 105; Clem. Al. u. a. Sp.
-
8 μυρ-αλοιφία
μυρ-αλοιφία, ἡ, das Bestreichen mit wohlriechender Salbe, Plut. Symp. 4, 1, Poll. 7, 177 u. a. Sp.
-
9 μυρ-αλοιφή
μυρ-αλοιφή, ἡ, = μυραλοιφία, Poll. 7, 177.
-
10 μυρ-άκοπον
μυρ-άκοπον, τό, ein mit μύρον gemischtes, wohlriechendes Stärkungsmittel, sp. Medic.
-
11 μυρ-άλειπτρον
μυρ-άλειπτρον, τό, Salbenbüchse, Suid.; bei E. M. 354, 10 μυράλιπτρα.
-
12 μυρ-ώδης
μυρ-ώδης, ες, salbenartig, Schol. Luc. Lex. 8.
-
13 μυραλοιφέω,
μυρ-αλοιφέω, u. μυρ-αλειφέω, mit Öl oder wohlriechender Salbe bestreichen, salben -
14 μυραλειφέω
μυρ-αλοιφέω, u. μυρ-αλειφέω, mit Öl oder wohlriechender Salbe bestreichen, salben -
15 μυράκανθος
μῠρ-άκανθος [ᾰκ],A = ἠρύγγιον, Ps.-Dsc.3.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυράκανθος
-
16 μυράκοπον
μῠρ-άκοπον, τό,A sweet cordial or unguent mixed with myrrh, Asclep. ap. Gal.13.1009: wrongly speltμυρόκοπον Alex.Trall.7.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυράκοπον
-
17 μυράλειπτρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυράλειπτρον
-
18 μυραλοιφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυραλοιφέω
-
19 μυραλοιφή
μῠρ-ᾰλοιφή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυραλοιφή
-
20 μυραλοιφία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυραλοιφία
См. также в других словарях:
МИРРА — • Myrrha, 1. см. Adonis, Адонис, и Cinyras, Кинир; 2. μύρ̉ρ̉α, аттическое σμύρνα, сок миррового дерева, который частью вытекает сам (stacte, σταχτή), частью же добывается посредством просверливания дерева и скоро превращается в… … Реальный словарь классических древностей
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
МИРТ — I. • Myrtis, Μυρτίς, лирическая поэтесса из Анфедона в Беотии, которую считают учительницей Коринны и Пиндара. С последним она, говорят, вступала в музыкальное состязание. Имя ее включено в лирический канон александрийцев.… … Реальный словарь классических древностей
МИРТ — I. • Myrtis, Μυρτίς, лирическая поэтесса из Анфедона в Беотии, которую считают учительницей Коринны и Пиндара. С последним она, говорят, вступала в музыкальное состязание. Имя ее включено в лирический канон александрийцев.… … Реальный словарь классических древностей
PHYLLINAE Agones — Graece φυλλί αι ἀγῶνες, apud Pollucem, ubi male nonnulli legunt, φυλλίται, dicti sunt, teste Hesychiô, Agones sacri, εν οἷς μὴ ἐτίθετο ἀργύριον, ἀλλὰ ςτέφανοι μόνοι, in quibus non argentum, sed serta solum proponebantur, Φυλλίνης, nempe a Φύλλον… … Hofmann J. Lexicon universale
SMYRNA — urbs Ioniae, Milete amne irrigata, una ex 7. Asiae Ecclesiis, de quibus B. Ioannes in Apocalypsi c. 2. v. 8. Polycarpô Episcopô nobilis, Homeri, ut plurimi credunt, patria, qui inde Smyrnaeus a Poetis vocatur. Lucanus l. 9. v. 984. Quantum… … Hofmann J. Lexicon universale
μορμύρω — (ΑΜ μορμύρω) (για νερό) ρέω προξενώντας ήχο, ρέω με μουρμουρισμό («ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. μσν. (γενικά) μουρμουρίζω αρχ. (για τη θάλασσα) (ενεργ. και μέσ.) προξενώ θόρυβο, παφλάζω («ῥόος ὠκεανοῑο ἀφρῷ μορμύρων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μυραλοιφώ — μυραλοιφῶ, έω (Α) αλείφω κάποιον με μύρο ή αλείφομαι με μύρο, αρωματίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυρ αλοιφός < μύρον + ἀλείφω (πρβλ. ξηρ αλοιφώ, πισσ αλοιφώ)] … Dictionary of Greek
ξενόεις — ξενόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. όεις (πρβλ. θυμ όεις, μυρ όεις)] … Dictionary of Greek
οδμήεις — ὀδμήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που αναδίδει δυσοσμία, δύσοσμος, δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + κατάλ. ήεις (πρβλ. μορφ ήεις, μυρ ήεις)] … Dictionary of Greek
πεπλίς — ίδος, ἡ, Α το φυτό ευφόρβιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. μυρ ίς). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή απλώνονται πάνω στο έδαφος] … Dictionary of Greek