-
1 μυρεψέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρεψέω
-
2 μυρεψεῖον
μῠρεψ-εῖον, τό,A unguent-factory, Hippiatr.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρεψεῖον
-
3 μυρεψητήριον
μῠρεψ-ητήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρεψητήριον
-
4 μυρεψία
μῠρεψ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρεψία
-
5 μυρεψικός
A of or for unguents, aromatic,κάλαμος Plb.5.45.10
; ; οἶνος ib.Ca.8.2; μ. βάλανος ζακκυμ, the fruit of Balanites aegyptiaca, Dsc.4.157: ἡ -κή (with or without τέχνη) Lys.Fr.1.2, Arist.EN 1153a26, Phld.Rh.1.16 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρεψικός
-
6 μυρέψιον
μῠρέψ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρέψιον
-
7 μυρεψός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρεψός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский