Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μῖλαξ

См. также в других словарях:

  • μῖλαξ — fem nom/voc sg σμῖλαξ holm oak fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… …   Dictionary of Greek

  • μίλος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται και με το όνομα Μίλης. Καταγόταν από την Περσία και ήταν στρατηγός. Αργότερα έγινε χριστιανός και χειροτονήθηκε επίσκοπος της Τελέπολης. Επειδή διώχθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, πήγε… …   Dictionary of Greek

  • μιλ(λ)ός — μιλ(λ)ός, ή, ον (α) (κατά τον Ησύχ.) «βραδύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επίθ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων που δεν απαντά σε λογοτεχνικά κείμενα εκτός ίσως από κωμωδίες και διατηρήθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως ερμήνευμα σε γλωσσάρια… …   Dictionary of Greek

  • μίλακα — μί̱λακα , μῖλαξ fem acc sg μί̱λακα , σμῖλαξ holm oak fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλακι — μί̱λακι , μῖλαξ fem dat sg μί̱λακι , σμῖλαξ holm oak fem dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλακος — μί̱λακος , μῖλαξ fem gen sg μί̱λακος , σμῖλαξ holm oak fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλαξι — μί̱λαξι , μῖλαξ fem dat pl (epic) μί̱λαξι , σμῖλαξ holm oak fem dat pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»