-
1 μισορήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισορήτωρ
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Παλιουρίτης, Γρηγόριος — Ιερομόναχος και λόγιος από τα Ιωάννινα. Έζησε το δεύτερο μισό του 18ου αι. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε από έναν καλόγηρο της μονής Παλιουρής της Ηπείρου και έπειτα φοίτησε στη Μπαλαναία σχολή και στη σχολή του Ψαλλίδα στα Ιωάννινα. Το 1805, ο Π.… … Dictionary of Greek