1 μιμηλός
τέχνη Luc.JTr.33
γραφίς Man. 6.525
πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.UP3.16
μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.Im.17
βιότου AP9.280
λῶς Eust.6.7
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιμηλός