-
1 μᾶλις
-
2 μᾶλις
μᾶλις, ιος, ἡ, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz. Bei den Lateinern malleus -
3 Μαλίς
Μᾱλίς, Μαλίς 1fem nom sg -
4 μαλίς
μᾱλίς, μαλίς 2fem nom sgμᾱλίς, μηλίςfem nom sg -
5 μάλις
(-ιός) η вет. сап -
6 Μαλ'
-
7 μαλίρ
-
8 malis
-
9 μαλιασμός
μαλιασμός, ὁ, = μᾶλις, Sp.
-
10 μηλίς
-
11 μηλις
-
12 сап
(вет.) η μάλις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сап
-
13 сап
сапм вет. ἡ μαλις, ὁ σαρατζδς. -
14 Μαλίδες
Μᾱλίδες, Μαλίς 1fem nom /voc pl -
15 Μαλίδι
Μᾱλίδι, Μαλίς 1fem dat sg -
16 Μαλίδος
Μᾱλίδος, Μαλίς 1fem gen sg -
17 μαλ'
μᾱλί, μαλίς 2fem voc sgμᾱλά, μαλόςwhite: neut nom /voc /acc plμᾱλά̱, μαλόςwhite: fem nom /voc /acc dualμᾱλά̱, μαλόςwhite: fem nom /voc sg (doric aeolic)μᾱλέ, μαλόςwhite: masc voc sgμᾱλαί, μαλόςwhite: fem nom /voc plμᾱλί, μηλίςfem voc sg——————μᾶλα, μᾶλονneut nom /voc /acc plμᾶλα, μῆλον 2apple: neut nom /voc /acc pl -
18 μαλίδες
μᾱλίδες, μαλίς 2fem nom /voc plμᾱλίδες, μηλίςfem nom /voc pl -
19 μαλίδι
μᾱλίδι, μαλίς 2fem dat sgμᾱλίδι, μηλίςfem dat sg -
20 μαλίδος
μᾱλίδος, μαλίς 2fem gen sgμᾱλίδος, μηλίςfem gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαλίς — μαλίς, ἡ (Μ) δωρ. τ.) βλ. μηλίς … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Μαλίς — Μᾱλίς , Μαλίς 1 fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλίς — μᾱλίς , μαλίς 2 fem nom sg μᾱλίς , μηλίς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
HYLAS — I. HYLAS Pyladis Pantomimi illius celebris, qui iuxta Bathyllum sub Aug. floruit, discip. cum canticum quoddam saltaret, cuius clausula erat, τὸν μέγαν Α᾿γαμέμνονα, sublimem ingentemque se faciebat, ut verba illa exprimeret, Non tulit hoc Pylades … Hofmann J. Lexicon universale
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
μάλη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 99 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις νοτιοδυτικές πλαγιές των ορέων της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατρών. * * * (I) η (AM μάλη)… … Dictionary of Greek
μαλίρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γῆ Κιμωλία». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. λ. λακωνική αντί μαλίς] … Dictionary of Greek
μαλεΐνη — η [μάλις] (βιοχ. κτηνιατρ.) ουσία η οποία εξάγεται ειδικά από καλλιέργειες γλυκερίνης τού βακίλλου τής μάλεως και χρησιμοποιείται για την ανοσολογική διαγνωστική τής ασθένειας … Dictionary of Greek
μαλεϊνισμός — ο (κτηνιατρ.) το σύνολο τών χειρισμών που πραγματοποιούνται για να αποκαλυφθεί η νόσος μάλις. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. malleination] … Dictionary of Greek