-
1 μηχάνησις
A = μηχανή, Hp.Art.72, Dexipp. 12 J.;μ. σιτοποιική Plb.1.22.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχάνησις
См. также в других словарях:
μηχάνησις — και δωρ. τ. μαχάνασις, ἡ (Α) [μηχανώμαι] 1. η χρήση μηχανής 2. η ίδια η μηχανή … Dictionary of Greek