-
1 ματρυιά
1 mother in law “ ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” Damodike, mother in law of Phrixos, cf. fr. 49 P. 4.162 -
2 ματραδελφεός
ματραδελφεός, [full] ματρο-δόκος, [suff] μᾰτεύ-ξενος, [full] ματρόθεν, [full] ματρυιά, [dialect] Dor. etc. for μητρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματραδελφεός
См. также в других словарях:
ματρυιά — ματρυιά, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μητριά … Dictionary of Greek
μητριά — η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά) η δεύτερη σύζυγος τού πατέρα σε σχέση με τα παιδιά τής πρώτης συζύγου, θετή μητέρα νεοελλ. μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά… … Dictionary of Greek