Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μᾱνῶς

См. также в других словарях:

  • μανώς — μανῶς (Α) επίρρ. β. μανός …   Dictionary of Greek

  • μανῶς — μᾱνῶς , μανός loose adverbial μανόω make porous pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμανώς — καταμανῶς (Μ) με μεγάλη μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μανῶς (< μανής < μαίνομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίρρ.] …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»