-
1 μαχαιρουργός
μᾰχαιρ-ουργός, όν,A = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρουργός
См. также в других словарях:
μισθουργός — μισθουργός, ὁ (Α) ο εργαζόμενος με μισθό, ο μισθωτής εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ ουργός, στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
ομματουργός — ὀμματουργός, όν (Α) ομματοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + ουργός* (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek
οπλουργός — ο (Α ὁπλουργός) κατασκευαστής όπλων νεοελλ. στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek
σιτουργός — όν, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek
σκανδαλουργός — όν, Μ σκανδαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek
φονουργός — όν, ΜΑ αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek