-
1 ματαιοπραγέω
A = ματαιοπονέω, - πονία, Eust.543.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματαιοπραγέω
См. также в других словарях:
ταυτοπραγώ — έω, Μ κάνω το ίδιο πράγμα ή τα ίδια πράγματα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) + πραγῶ (< πραγία < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. ματαιο πραγῶ] … Dictionary of Greek