-
1 μαλακοστρακος
См. также в других словарях:
λειόστρακος — λειόστρακος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακον είδος στρειδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] … Dictionary of Greek
τραχυόστρακος — και τραχεόστρακος, ον, Α αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] … Dictionary of Greek
σκληρόστρακος — ον, Α αυτός που έχει σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὄστρακον (πρβλ. μαλακ όστρακος)] … Dictionary of Greek