Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μᾰλᾰκ-όστρᾰκος

См. также в других словарях:

  • λειόστρακος — λειόστρακος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακον είδος στρειδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] …   Dictionary of Greek

  • τραχυόστρακος — και τραχεόστρακος, ον, Α αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] …   Dictionary of Greek

  • σκληρόστρακος — ον, Α αυτός που έχει σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὄστρακον (πρβλ. μαλακ όστρακος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»