-
1 μακαριτης
1) блаженной памяти, покойный, почивший Aesch., Plut.ὁ μ. σου πατήρ Luc. — твой покойный отец
2) Arph. = μακαριστός См. μακαριστος -
2 μακαρίτης
μακαρίτης οпокойный, усопший -
3 μακαρίτης
ο, μακαρίτις (-ιδος), μακαρίτισσα η, μακαρίτικο τό покойн|ый, -ая, покойни|к, -ца; усопш|ий, -ая (высок.) -
4 μακαρίτης
[макаритис] ουσ α покойный, усопший. -
5 αχρόνι(α)στος
η, ο1) не достигший года, годовалого возраста; 2) со смерти которого не исполнился год;αχρόνι(α)στος είναι ο μακαρίτης — ещё года не прошло со дня его смерти;
3) не задержавшийся, не опоздавший;4) не затянувшийся; не ставший хроническим; 5):απ' το θεό να το 'βρει ο αχρόνι(α)στος! — чтоб ему и года не прожить! (проклятие)
-
6 αχρόνι(α)στος
η, ο1) не достигший года, годовалого возраста; 2) со смерти которого не исполнился год;αχρόνι(α)στος είναι ο μακαρίτης — ещё года не прошло со дня его смерти;
3) не задержавшийся, не опоздавший;4) не затянувшийся; не ставший хроническим; 5):απ' το θεό να το 'βρει ο αχρόνι(α)στος! — чтоб ему и года не прожить! (проклятие)
-
7 μαγαρίτης
-
8 χρονιάζω
αμετ. достигать одного года;χρόνιασε το μωρό ребенку исполнился год; χρόνιασε ο μακαρίτης исполнился год со дня его смерти
См. также в других словарях:
μακαρίτης — ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας) 1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα τής ζωής 2. μακάριος, ευτυχής νεοελλ. παροιμ. «στις εννιά τού μακαρίτη μπήκε… … Dictionary of Greek
μακαρίτης — μακαρί̱της , μακαρίτης one blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτης — ο θηλ. ισσα ουδ. ικο ο νεκρός, αυτός που απαλλάχτηκε από τα βάσανα της ζωής κι έγινε μακάριος: Κληρονόμησα το θείο μου το μακαρίτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακαρῖται — μακαρίτης one blessed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμοιρίτης — εὐμοιρίτης, ὁ (Α) επιγρ. (για νεκρούς) μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμοιρ ος + κατάλ. ιτης, κατ ευφημισμό (πρβλ. μακαρίτης)] … Dictionary of Greek
ζαμερίτας — ζαμερίτας, ὁ (Α) (δωρ. λ.), βλ. μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. για το μακαρίτης*] … Dictionary of Greek
μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… … Dictionary of Greek
μαγαρίτης — ο (Μ μαγαρίτης) 1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης 2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτης μσν. μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. ίτης ή, κατ άλλη άποψη, από … Dictionary of Greek
τρισμακαρίτης — ὁ, Α ειρων. (για τον Πυθαγόρα, με λογοπαίγνιο αντί τρισμάκαρ*) τρεις φορές μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακαρίτης] … Dictionary of Greek
μακαρίτας — μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc acc pl μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Герой — (Heros). Греки разумели под названием Г. богатырей древнейшего, доисторического времени: это идеальные изображения человеческой силы и богатырского духа, посредники между народом и его богами, благодетели греческого народа, основатели греческих… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона