Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μᾰκαρτός

См. также в других словарях:

  • μακαρτός — μακαρτός, ή, όν (Α) μακαριστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκαρ + κατάλ. τός] …   Dictionary of Greek

  • μακαρτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»