-
1 μαθητεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητεία
-
2 μαθητέος
II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V. 1262, Pl.Lg. 818d;τέχνας παρά τινος X. Mem.2.1.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητέος
-
3 μαθητεύω
II trans., make a disciple of, instruct,πάντα τὰ ἔθνη Ev.Matt.28.19
, cf. Act.Ap.14.21:—[voice] Pass., Ev.Matt.13.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητεύω
-
4 μαθητής
A learner, pupil,τῆς Ἑλλάδος Hdt.4.77
, Mosch.3.95, etc.; of dancing, SIG1094.6 (Eleusis, iv B. C.): freq. in [dialect] Att. of the pupils of philosophers and rhetoricians,οὐ θέμις πλὴν τοῖς μ. λέγειν Ar.Nu. 140
;οἱ Πρωταγόρου μ. Pl.Prt. 315a
, al.;ἐμοὺς μαθητάς Id.Ap. 33a
: c. gen. rei, τούτου τοῦ μαθήματος μ. a studentofit, Id.R. 618c; μ. ἰατρικῆς a student of medicine, ib. 599c;μ. περί τινος Id.La. 186e
; apprentice, POxy.725.15 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητής
-
5 μαθητιάω
μᾰθητ-ιάω, Desiderat.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητιάω
-
6 μαθητικεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητικεύομαι
-
7 μαθητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητικός
-
8 μαθητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητός
-
9 μαθήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθήτρια
-
10 μαθητρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθητρίς
См. также в других словарях:
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
-άδες — (I) κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε ας και ης, π.χ. παπάς παπ άδες, ψάλτης ψαλτ άδες, φαγάς φαγ άδες, μαθητής μαθητ άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. ες σε ονόματα που τελείωναν σε ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε … Dictionary of Greek
καλημερούδια — επιφών. χαιρετισμού το οποίο δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλημέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλημέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι* τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek
καλησπερούδια — επιφών. χαιρετισμού κατά τις βραδινές συναντήσεις που δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλησπέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλησπέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι, τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek
καλούδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 115 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Τριχωνίδας, 60 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. * * * το συν. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
κλαυσιώ — κλαυσιῶ, άω (Α) 1. κλαυσείω*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω 2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. ιάω / ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ ιάω / ῶ «επιθυμώ να γίνω… … Dictionary of Greek
κολιαρούδι — το μικρός κολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολιός + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. μαθητ αρούδι, σχολει αρούδι] … Dictionary of Greek
κοπελούδι — το κοπελούδα, κοπελίτσα, μικρό κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] … Dictionary of Greek
κορακούδι — κορακούδι, τὸ (Μ) μικρός κόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] … Dictionary of Greek
κουκούδι — το (Μ κουκούδι και κουκούδιν) μικρό κοκκιώδες εξάνθημα, κεφάλι σπυριού, κάκαδο μσν. 1. χαλάζι 2. στον πληθ. τὰ κουκούδια οι κουκκίδες που υπάρχουν για αρίθμηση πάνω στα ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. κουκούδι (αντί κουκκούδι) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. ούδι… … Dictionary of Greek
λαγούδι — το (Μ λαγούδιον και λαγούδιν) λαγουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + υποκορ. κατάλ. ούδι(ον), πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι] … Dictionary of Greek