-
1 μαθητος
3доступный усвоению или изучению, которому можно научитьμαθητά τε καὴ διδακτά Plat. — то, чему можно учиться и учить -
2 μαθητός
η, ό1) могущий быть выученным; 2) ставший известным -
3 ασκητος
31) искусно сделанный(λέχος Hom.; εἵματα Theocr.)
2) украшенный, одетый(πέπλῳ τε καὴ ἄμπυκι Theocr.)
3) опытный, сведущий(ἀνέρ ἀ. καὴ σοφός Plut.)
4) достигаемый упражнением, усваиваемый практически(τὰ καλὰ καὴ τὰ ἀγαθά Xen.; οὐ διδακτός, ἀλλ΄ ἀ. Plat.; μαθητὸς ἢ ἀ. Arst.)
-
4 μανθανω
(fut. μᾰθήσομαι - дор. μᾰθεῦμαι; aor. 2 ἔμαθον - эп. ἔμμαθον и μάθον, pf. μεμάθηκα; pass. только praes. и pf. μεμάθημαι; adj. verb. μαθητός)1) учиться, изучать или усваивать(τι Hom., Her. etc.)
οἱ μανθάνοντες Xen. — учащиеся2) заучивать(τὰ Ὁμήρου ἔπη Xen.)
3) осведомляться, узнавать, слышать(τι ἔκ, παρά и πρός τινος или τί τινος Trag. etc.; ἀπό и παρά τινος NT.)
μαθοῦσ΄ ἔληξα Soph. — услышав (это), я замолчала;τί βούλει μαθεῖν ἐμοῦ ; Eur. — что ты хочешь узнать от меня?;μάθε πρῶτον τίνες εἰσίν Xen. — узнай прежде всего, кто они4) замечать, видеть(τοὺς ἔξω Her.)
ἵνα ἀλλήλους μάθοιεν ὁπόσοι εἴησαν Xen. — чтобы им можно было видеть, сколько их;μαθεῖν οὐ δυσπετής Soph. — его нетрудно узнать;διαβεβλημένος οὐ μανθάνεις Her. — ты не замечаешь, что ты обманут5) понимать(ἴσως οὔ μανθάνετέ μου ὅτι λέγω; Plat.)
μανθάνω ἔξωρα πράσσω Soph. — я сознаю, что поступаю не так, как следует6) выдумывать, воображать ( только в разговорных оборотах с μαθών со значением - подобно παθών - «здорово живешь», «ни с того, ни с сего»)τί ἄξιός εἰμι παθεῖν, ὅτι μαθὼν ἐν τῷ βίῳ οὐχ ἡσυχίαν ἦγον ; Plat. — какого наказания я достоин за то, что за всю жизнь почему-то я не знал покоя?;
τί δέ μαθών …;Arph. etc. — с чего это ты вдруг …? или как это тебя угораздило …?
См. также в других словарях:
μαθητός — μαθητός, ή, όν (Α) [μανθάνω] αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος … Dictionary of Greek
μαθητός — learnt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητόν — μαθητός learnt masc acc sg μαθητός learnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητούς — μαθητός learnt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαταμάθητος — εὐκαταμάθητος, ον (Α) αυτός που μαθαίνεται πλήρως με ευκολία, ο ευκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μαθητος (< κατα μανθάνω), πρβλ. α κατα μάθητος, δυσ κατα μάθητος] … Dictionary of Greek
μαθητά — μαθητά̱ , μαθητής learner masc nom/voc/acc dual μαθητής learner masc voc sg μαθητής learner masc nom sg (epic) μαθητός learnt neut nom/voc/acc pl μαθητά̱ , μαθητός learnt fem nom/voc/acc dual μαθητά̱ , μαθητός learnt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῶν — μαθητής learner masc gen pl μαθητός learnt fem gen pl μαθητός learnt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάθητος — η, ο (AM ἀμάθητος, ον) αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τόν μελέτησε κανείς 2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος 3. απονήρευτος, αγνός 4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν… … Dictionary of Greek
λαθητικός — λαθητικός, ή, όν (Α) αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β ἔ λαθ ον) + επίθημα ητικός κατά το σχήμα μανθάνω μαθητής / μαθητός μαθητικός] … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek