-
1 μαγικός
Aλόγοι Plu.Them.29
: Μαγικός, ὁ (sc. λόγος), title of work by Antisthenes, Suid. s.v. Ἀντισθένης, or Aristotle, D.L.1.1.2 of persons, skilled in magic, Ptol. Tetr.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγικός
-
2 μαγικός
-
3 μαγικός
magicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαγικός
-
4 μαγικά
μαγικόςmagical: neut nom /voc /acc plμαγικά̱, μαγικόςmagical: fem nom /voc /acc dualμαγικά̱, μαγικόςmagical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 μαγικώτερον
μαγικόςmagical: adverbial compμαγικόςmagical: masc acc comp sgμαγικόςmagical: neut nom /voc /acc comp sg -
6 μαγικόν
μαγικόςmagical: masc acc sgμαγικόςmagical: neut nom /voc /acc sg -
7 μαγικούς
μαγικόςmagical: masc acc pl -
8 μαγική
μαγικόςmagical: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 μαγικήν
μαγικόςmagical: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 μαγικώτατος
μαγικόςmagical: masc nom superl sg -
11 μαγικωτέρας
μαγικωτέρᾱς, μαγικόςmagical: fem acc comp plμαγικωτέρᾱς, μαγικόςmagical: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
12 μαγικών
-
13 μαγικῶν
-
14 μαγική
-
15 μαγικῇ
-
16 μαγικής
-
17 μαγικῆς
-
18 μαγικαίς
-
19 μαγικαῖς
-
20 μαγικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… … Dictionary of Greek
μαγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία: Μαγικό φίλτρο. 2. μτφ., γοητευτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός: Ο μαγικός κόσμος των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγικά — μαγικός magical neut nom/voc/acc pl μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc/acc dual μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικώτερον — μαγικός magical adverbial comp μαγικός magical masc acc comp sg μαγικός magical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικῶν — μαγικός magical fem gen pl μαγικός magical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικόν — μαγικός magical masc acc sg μαγικός magical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικαῖς — μαγικός magical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικοῖς — μαγικός magical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικοῦ — μαγικός magical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικούς — μαγικός magical masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικῆς — μαγικός magical fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)