Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μᾰγῐκός

См. также в других словарях:

  • μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία: Μαγικό φίλτρο. 2. μτφ., γοητευτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός: Ο μαγικός κόσμος των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγικά — μαγικός magical neut nom/voc/acc pl μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc/acc dual μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικώτερον — μαγικός magical adverbial comp μαγικός magical masc acc comp sg μαγικός magical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικῶν — μαγικός magical fem gen pl μαγικός magical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικόν — μαγικός magical masc acc sg μαγικός magical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικαῖς — μαγικός magical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικοῖς — μαγικός magical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικοῦ — μαγικός magical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικούς — μαγικός magical masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικῆς — μαγικός magical fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»