Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μύσκλοι

См. также в других словарях:

  • μύσκλοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «σκολιοί» β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μία γλώσσα «μύσκελος στραβόπους» η οποία καλύπτει κατά ένα μέρος την πρώτη σημ. τού μύσκλοι «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (πρβλ. και τα ανθρωπωνύμια Μύσκελος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»