Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μύξω

См. также в других словарях:

  • μυξώ — μυξῶ, άω (Α) [μύξα] μυξιάζω …   Dictionary of Greek

  • μύξω — μύξος masc nom/voc/acc dual μύξος masc gen sg (doric aeolic) μύσσομαι blow the nose aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) μύζω make the sound aor subj act 1st sg μύζω make the sound fut ind act 1st sg μύζω make the sound aor ind mid 2nd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμύξω — ἀ̱μύξω , ἀμύσσω scratch aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀμύσσω scratch aor subj act 1st sg ἀμύσσω scratch fut ind act 1st sg ἀ̱μύξω , ἀμύσσω scratch futperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀμύσσω scratch aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυξωτήρ — μυξωτήρ, ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, ῆρος) συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες οι μυκτήρες, τα ρουθούνια μσν. η μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. *μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα… …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»