-
1 μυδρος
ὅ1) раскаленный металл(μύδρους αἴρειν χεροῖν Soph.)
2) раскаленная глыба(μύδροι διάπυροι Arst.)
3) кусок металлаμ. σιδήρεος Her. — кусок железа
-
2 μύδρος
См. также в других словарях:
μύδρος — anvil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… … Dictionary of Greek
μύδρος — ο 1. βλήμα πυροβόλων παλιού τύπου. 2. κομμάτι μάγματος που βγαίνει σε έκρηξη ηφαιστείου: Από το ηφαίστειο πετάγονταν μύδροι. 3. μτφ., κατηγορία ή επιθετική κριτική: Εκτόξευσε μύδρους κατά των πολιτικών του αντιπάλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύδροι — μύδρος anvil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδροις — μύδρος anvil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδροισιν — μύδρος anvil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδρον — μύδρος anvil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδρου — μύδρος anvil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδρους — μύδρος anvil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδρων — μύδρος anvil masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδρῳ — μύδρος anvil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)