-
1 μονιππος
См. также в других словарях:
μονόιππος — η, ο (Α μονόϊππος, ον) νεοελλ. (για αμάξι) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο, μόνιππος αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἵππος (πρβλ. τέθρ ιππος)] … Dictionary of Greek
μόνιππος — η, ο (ΑΜ μόνιππος ον) νεοελλ. 1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο 2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία 2.… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
μονοκέλης — (ΑΜ, Α ιων. τ. μουνοκέλης, ό) μονάμπυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κέλης «ίππος»] … Dictionary of Greek