-
1 μόνωψ
μόνωψ, ωπος, ὁ, = μόναπος, Ael. N. A. 7, 3.
-
2 μονωψ
-
3 μονώψ
μονώψone-eyed: masc /fem nom /voc sg -
4 μόνωψ
-
5 μονώψ
A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21, 648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl.μονῶπα Call.Fr.28.2P.
2 μόνωψ, ὁ, bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit. -
6 μονώψ
-
7 μουνωψ
-
8 μόν-ωπος
μόν-ωπος, = μονώψ, Callim. frg. 78.
-
9 μόναπος
-
10 μονώπα
-
11 μονῶπα
-
12 μονώπες
-
13 μονῶπες
-
14 μουνώπα
-
15 μουνῶπα
-
16 μόναπος
μόναπος, ὁ, Paeonian name for βόνασος or βόλινθος, Arist.HA 630a20:—written [full] μόναιπος, Id.Mir. 830a7; cf.Aμόνωψ, μόνωτος 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόναπος
-
17 μουνώψ
-
18 μόναπος
Grammatical information: m.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: After Jokl Eberts Reallex. 6, 43b as Illyr. to Skt. mányā `neck', Germ., e.g. OHG mana `mane', Lat. monīle `collar' etc. (s. μανιάκης); agreeing Kretschmer Glotta 1, 377 ("with manes") against Fay AmJPh 28, 411 ff. - Fur. 207 etc. further adduces μόναιπος (Arist. Id. Mir. 830af) and derives μόνωτος (Antig. Mir. 53 cod.) from *μοναϜτος \< *μοναπτος; both μόναιπος and *μοναπτος will continue a form *monapy-os (prob. from *manapyos). Still further variants are βόλινθος and βόνασ(σ)ος.Page in Frisk: 2,252Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόναπος
См. также в других словарях:
μονώψ — μονώψ, ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωψ / ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν ώψ] … Dictionary of Greek
μονώψ — one eyed masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνωψ — (I) μόνωψ, ωπος, ὁ (ΑΜ) το ζώο μόναπος*. (II) μόνωψ, ωπος, ὁ (Α) επίδεσμος για το ένα μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλά ωψ)] … Dictionary of Greek
μονῶπα — μονώψ one eyed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονῶπες — μονώψ one eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνῶπα — μονώψ one eyed masc/fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μουνώψ — μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. μονώψ … Dictionary of Greek
μόνωπος — μόνωπος, ον (Α) βλ. μόνωψ … Dictionary of Greek