Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μόναρχος

См. также в других словарях:

  • μόναρχος — και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α) 1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.) 2. δυνάστης 3. αρχηγός, ηγεμόνας 4. επώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • μόναρχος — monarch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχοις — μόναρχος monarch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg μονάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχους — μόναρχος monarch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχων — μόναρχος monarch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάρχῳ — μόναρχος monarch masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνάρχοισι — μόναρχος monarch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούναρχοι — μόναρχος monarch masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούναρχον — μόναρχος monarch masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»