-
1 μοναρχος
Iион. μούναρχος 2принадлежащий монарху(σκᾶπτον Pind.)
IIион. μούναρχος ὅ1) единодержавный властелин, монарх(γῆς τῆσδε Arph.)
2) начальник, командир(γυμνήτων μόναρχοι Eur.)
3) (в Риме; лат. dictator) диктатор Plut. -
2 μόναρχος
μόναρχοςmonarch: masc nom sg -
3 μόναρχος
a sole ruler μ]όναρχον Κικόνων (supp. Lobel: i. e. Diomedes) fr. 169. 10.b adj., of monarchy “ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” P. 4.152 -
4 μόναρχος
-ου ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 3 Mc 2,2sole ruler, monarch -
5 μόναρχος
A monarch, sole ruler, first in Thgn.52 (in [dialect] Ion. form, as Hdt.3.82,5.46), cf. Sol.9.3, etc.;τραχὺς μ. A.Pr. 326
;μονάρχους καταλύειν Th. 1.122
; δῆμος, ἅτε μ. ὤν as sole ruler, Arist.Pol. 1292a15;γῆς τῆσδε μ. Ar.Eq. 1330
.II title of magistrate at Cos, SIG1012.13, etc.b name of month at Cos, dub. in BMus.Inscr.339.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόναρχος
-
6 μόναρχος
μόν-αρχος, alleinherrschend, der Monarch; σκᾶπτον μόναρχον, des Alleinherrschers Szepter -
7 μονάρχοις
μόναρχοςmonarch: masc dat pl -
8 μονάρχου
μόναρχοςmonarch: masc gen sgμονάρχηςmasc gen sg -
9 μονάρχους
μόναρχοςmonarch: masc acc pl -
10 μονάρχων
μόναρχοςmonarch: masc gen pl -
11 μουνάρχοισι
μόναρχοςmonarch: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
12 μουνάρχου
μόναρχοςmonarch: masc gen sg (ionic) -
13 μούναρχοι
μόναρχοςmonarch: masc nom /voc pl (ionic) -
14 μούναρχον
μόναρχοςmonarch: masc acc sg (ionic) -
15 μούναρχος
μόναρχοςmonarch: masc nom sg (ionic) -
16 μόναρχε
μόναρχοςmonarch: masc voc sg -
17 μόναρχοι
μόναρχοςmonarch: masc nom /voc pl -
18 μόναρχον
μόναρχοςmonarch: masc acc sg -
19 μοναρχης
-
20 μον-άρχης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μόναρχος — και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α) 1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.) 2. δυνάστης 3. αρχηγός, ηγεμόνας 4. επώνυμος… … Dictionary of Greek
μόναρχος — monarch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχοις — μόναρχος monarch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg μονάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχους — μόναρχος monarch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχων — μόναρχος monarch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάρχῳ — μόναρχος monarch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνάρχοισι — μόναρχος monarch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνάρχου — μόναρχος monarch masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούναρχοι — μόναρχος monarch masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούναρχον — μόναρχος monarch masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)