-
1 μιά
-
2 μιᾷ
-
3 μία
-
4 μία
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μία
-
5 μία
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μία
-
6 μία
εἷςsem: fem nom /voc sg (epic)μίᾱ, εἷςsem: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 μία
1) an2) oneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μία
-
8 μία[/*] see εἷς
+ V 56-6-45-6-16=129 Gn 34,5.13.27; 49,4; Ex 20,25A: to taint, to defile, to pollute [τι] Gn 49,4; id. [τι] (of sacred things) Lv 20,3; to declare defiled, unclean [τινα] Lv 13,3; to defile (a woman) [τινα] (in case of incest) Gn 34,5; id. (a woman) [τινα] (in case of adultery) Jb 31,11P: to be defiled Ex 20,25; to be unclean Lv 13,14 Cf. HARLÉ 1988 31.135.176-177; →TWNT(→ἐκμία[/*] see εἷς, συμμία[/*] see εἷς,,) -
9 εἷς, μία, ἕν
+ ЧC 388-277-130-123-134=1052 Gn 1,5.9; 2,11.21.24εἷς ἕκαστος each one 4 Mc 4,26; οὐ μίαν οὐδὲ δύο not once nor twice 2 Kgs 6,10; εἷς... εἷς... the one... the other... Neh 4,11; τῆς μιᾶς σαββάτων of the first day of the week Ps 23 (24),1, see also σαββάτον*1 Chr 24,6 εἷς one-אחד for MT אחז seized by, pointed to; *Am 7,1 εἷς one-אחד for MT אחר after, see also Gn 22,13, Ez 10,11; *Ps 108(109),13 μιᾷ one-אחד for MT אחר an other, see also Gn 43,14, cpr. 1 Kgs 7,45(8)→ NIDNTT; TWNT -
10 μιανάντων
μιᾱνάντων, μιαίνωstain: aor part act masc /neut gen pl (attic doric)μιᾱνάντων, μιαίνωstain: aor imperat act 3rd pl (attic doric) -
11 μιάναντα
μιά̱ναντα, μιαίνωstain: aor part act neut nom /voc /acc pl (attic doric)μιά̱ναντα, μιαίνωstain: aor part act masc acc sg (attic doric) -
12 μιάνατε
μιά̱νατε, μιαίνωstain: aor imperat act 2nd pl (attic doric)μιά̱νατε, μιαίνωstain: aor ind act 2nd pl (attic doric) -
13 μιάνω
μιά̱νω, μιαίνωstain: aor subj act 1st sg (attic doric)μιά̱νω, μιαίνωstain: aor ind mid 2nd sg (attic doric) -
14 μιάναι
μιά̱ναῑ, μιαίνωstain: aor opt act 3rd sg (attic doric) -
15 μιάναιμ'
μιά̱ναιμι, μιαίνωstain: aor opt act 1st sg (attic doric) -
16 μιάναντας
μιά̱ναντας, μιαίνωstain: aor part act masc acc pl (attic doric) -
17 μιάναντες
μιά̱ναντες, μιαίνωstain: aor part act masc nom /voc pl (attic doric) -
18 μιάναντι
μιά̱ναντι, μιαίνωstain: aor part act masc /neut dat sg (attic doric) -
19 μιάνας
μιά̱νᾱς, μιαίνωstain: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
20 μιάνασα
μιά̱νᾱσα, μιαίνωstain: aor part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
μία — και μια, μιας, θηλ. του αριθμ. ένας: Τη συνάντησα μια μέρα τυχαία στο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… … Dictionary of Greek
μία — εἷς sem fem nom/voc sg (epic) μίᾱ , εἷς sem fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιᾷ — εἷς sem fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ. — См. Одна ласточка весны не делает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ένας, ο, μία, η — και μια, η, ένα, το αριθμ. απόλ. κλιτό 1. εκφράζει την έννοια της μονάδας: Ύψος ενός μέτρου. 2. μοναδικός: Ένας, αλλά λέοντας. 3. ο ίδιος: Μια μάνα μας γέννησε. 4. (αόριστο άρθρ.), κάποιος: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. 5. για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… … Dictionary of Greek
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τῇ δε μίᾳ τῶν σαββάτων. — См. Во едину от суббот … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)