-
1 μήδευμα
μήδευμα, τό, listiger Anschlag, Schol. Hes. Th. 510.
-
2 μήδευμα
μήδευμα, τό, listiger Anschlag
См. также в других словарях:
μήδευμα — μήδευμα, τὸ (Α) στρατήγημα, τέχνασμα, πονηρό σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήδομαι «σκέπτομαι, σχεδιάζω, μελετώ», κατά τα ουδ. σε ευμα] … Dictionary of Greek