Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέρμνος

См. также в других словарях:

  • μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • μέρμνον — μέρμνος hawk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνου — μέρμνος hawk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνων — μέρμνος hawk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνης — μέρμνης, ὁ (Α) βλ. μέρμνος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»