-
1 Μέλλει
ГотовитсяμέλλειΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Μέλλει
-
2 μέλλει
готовитсянадлежит ΜέλλειΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέλλει
-
3 Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει
Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει– Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει• Чему быть, того не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει
-
4 Όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει
• Кому суждено быть повешенным, тот не утонетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει
-
5 μέλλω
(употр, тк в ενεστ. и παρατ) αμετ.1) намереваться, предполагать, собираться;μέλλω να σε επισκεφθώ αύριο — я собираюсь навестить тебя завтра;
2) предстоять в будущем;δεν γνωρίζω τί μέλλεις να γίνεις — не знаю, что с тобой будет;
μέλλει — или μέλλεται απρόσ. — предстоит, ждёт, суждено;
τί μέλλει γενέσθαι; — что с нами будет?, что нас с тобой ждёт?;
τί μού μέλλει; — что мне предстоит?, что мена ждёт?;
§ ό, τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό, τι γράφει δεν ξεγράφει — погов. чему быть, того не миновать
-
6 μελλω
I.- οῦς ἥ задержка, отсрочка, тж. напрасная трата времени Aesch.II.(атт. impf. ἤμελλον, fut. μελλήσω, aor. ἐμέλλησα - атт. ἠμέλλησα)1) намереваться, собираться, быть готовымὣς ἄρ΄ ἔμελλον θησέμεναι Hom. — вот так решили они устроить;
τοιάνδε πάλην μέλλει Ὀρέστης ἅψειν Aesch. — в этот бой Орест намерен вступить;ὅ τι μέλλετε, εὐθὺς πράττετε Thuc. — то, что вы собираетесь (делать), делайте сейчас же2) предстоять, надлежать, быть необходимым (неизбежным, должным, очевидным)ἃ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον Hom. — то, чему не суждено было сбыться;
ὅπερ μέλλω παθεῖν Aesch. — то, что мне предстоит вынести;ὅ μέλλων (sc. χρόνος) Pind., Aesch., Plat. — предстоящее, будущее;ἥ μέλλουσα πόλις Plat. — будущий город;περὴ τρίποδος ἔμελλον θεύσεσθαι Hom. — они должны были состязаться из-за треножника;ἔμελλε Soph. — так и должно было случиться;μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι Hom. — ты, очевидно, знаешь (это);εἰ δ΄ οὕτω τοῦτ΄ ἐστίν, ἐμοὴ μέλλει φίλον εἶναι Hom. — если это так обстоит, стало быть так мне угодно;πῶς γὰρ ( или τί δ΄) οὐ μέλλει ; Plat. — почему же бы не так?;ἔμελλε τελευτᾶν NT. — он был при смерти (см. тж. μέλλον)3) медлить, колебаться, тянуть, откладыватьτί μέλλεις ; Aesch., NT. — чего ты медлишь?;
μέ μέλλωμεν …, ὡς μέ μέλλοιτο τὰ δέοντα Xen. — не станем медлить …, чтобы не затянулись нужные дела -
7 ζημιοω
1) причинять убыток, наносить ущербζ. πόλιν Lys. — наносить государству вред;
οὐδὲν ζ. τινα Isocr. — никому не делать вреда;σαυτὸν ζημιώσῃς πλείω ἢ ὅ πατέρ ἠδυνήθη σε βλάψαι Xen. — ты сам больше навредишь себе, чем мог бы повредить тебе отец (Тиграна);μεγάλα ζημιοῦσθαι Thuc. — (по)терпеть большой ущерб;εἰ μέ μέλλει ζημιοῦσθαι Plat. — если не хочет понести ущерб, т.е. под страхом ущерба2) (тж. ζ. χρήμασι Plat., Plut.) взимать пеню, карать штрафом(ζ. τινα πεντήκοντα τάλαντα или χιλίῃσι δραχμῇσι Her.)
μέχρι τοσούτου ζημιωθείς, τὸ δὲ πλέον μή Plat. — облагаемый пеней в пределах этой суммы, но не больше3) наказывать, карать(τινα θανάτῳ Her., Aeschin.; τινα πληγαῖς Thuc.; τινα φυγῇ Thuc. или φυγαῖς Isocr.; ζημιοῦσθαι θανάτῳ καὴ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις Plat.)
ζημιοῦσθαι χρήμασί τε καὴ ἀτιμίᾳ Plat. — понести имущественное наказание и быть пораженным в гражданских правах -
8 φως
φως το1) свет, освещение, огонь;2) свет, сияние;3) зрение;4) евангельское учение, просвещающее разум человека:ει παθήτος ο Χριστός ει πρώτος εξ αναστάσεως νεκρών φως μέλλει καταγγέλλειν τω τε λαώ και τοις έθνεσιν (Πραξ. 26, 23) — Христос имел пострадать и, восстав первый из мертвых, возвестить свет народу (Иудейскому) и язычникам (Деян. 26, 23);
5) так называют Бога Отца, Бога Сына и, в целом, Святую Троицу:φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού (Σύμβολο τής Πίστεως) — Света от Света, Бога истинна от Бога истинна (Символ веры);
ως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε (Ιωάν. 12, 36) — Доколе свет с вами, веруйте в свет, да будете сынами света (Ин. 12, 36) ;
ΦΡ.άγιο φως το — благодатный огонь, который сходит у Гроба Господня в полдень Страстной СубботыΦως ιλαρόν το — Свете Тихий – церковный гимн, пение которого входит в чинопоследование вечерниЭтим.< дргр. φως / φάος «свет» < bhe-w < инд. bha «свет, сияние», сравните с санскр. bha-ti «свет», bhas-ati «сияет»* -
9 Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει– Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει• Чему быть, того не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
См. также в других словарях:
μέλλει — (παρατατ. έμελλε) (ως απρόσ.) και πρβλ. μέλλεται Σημειώσεις: μέλει – μέλλει : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες. Το μέλει σημαίνει → ενδιαφέρει (τι σε μέλει εσένανε;) ενώ το μέλλει (ή μέλλεται) → είναι μοιραίο (όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μέλλει — μέλλω to be destined pres ind mp 2nd sg μέλλω to be destined pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek
μέλει — (παρατατ. έμελε) (ως απρόσ.) Σημειώσεις: μέλει – μέλλει : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες. Το μέλει σημαίνει → ενδιαφέρει (τι σε μέλει εσένανε;) ενώ το μέλλει (ή μέλλεται) → είναι μοιραίο (όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει).… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… … Wikipedia
Minuscule 546 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 546 The … Wikipedia
Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 … Deutsch Wikipedia
Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения … Википедия
ATABYRIUS — Strab. l. 14. ubi de Rhodo: Εἶθ᾿ ὀ Ατάβυρις ὄρος τῶ ενταῦθα ὑψηλότατον, εν ᾧ ἱερὸν Διὸς Α᾿ταβυρίου. Rhianus apud Steph. Α᾿τάβυρον ὄρος Π῾όδου, etc. ἐξ οὗ καὶ Α᾿ταβύριος Ζεύς. Apollodorus, de Althemene: Προτίχει τινὶ τόπῳ τῆς Π῾όδου, etc. ἀναβὰς… … Hofmann J. Lexicon universale