-
1 μελαις
См. также в других словарях:
Μέλαις — Μέλης masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλαις — μέλη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
πιμελαῖς — πῑμελαῖς , πιμελή soft fat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)