-
1 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
2 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
3 сыть
(циперус) бот. κύπειρος η μακρά, η κύπερη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сыть
-
4 даль
дальж1. τό μακρινό (или τό ἀπόμακρο) μέρος, ἡ μακρά ἀπόσταση [-ις]:это такая \даль! εἶναι τόσο μακριά!·2. поэт. ὁ ὁρίζοντας:голубая \даль ὁ γαλανός ὁρίζοντας. -
5 длительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμακράς διαρκείας, μακροχρόνιος, παρατεταμένος, μακρός•-ая переписка μακροχρόνια αλληλογραφία•
-ое молчание μακρά σιγή.
-
6 краткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко; кратчайший.σύντομος, βραχύς•-ая речь σύντομη ομιλία•
-ое описание σύντομη περιγραφή•
-ая биография σύντομη βιογραφία•
постараться быть -им θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.
εκφρ.- ие и долгие гласные – βραχέα και μακρά φωνήεντα•- ие прилагательные – βραχέα επίθετα•«Й» -ое – «ι» βραχύ (μισοφωνήεν). -
7 отпуск
-а, πλθ. -а α.1. άφεση, απόλυση.2. άρση (απαγόρευσης, περιορισμών).3. χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. || (για γένεια, μουστάκια)• άφημα.4. έκδοση, χορήγηση. || παραχώρηση• ψήφιση κονδυλίου. || παράδοση. || πώληση. || τρόχισμα, ακόνισμα.5. άδεια•трудовой отпуск εργατική άδεια•
получать отпуск παίρνω άδεια•
быть в -е είμαι σε άδεια•
уйти в -е πηγαίνω σε άδεια•
декретный отпуск άδεια τοκετού•
долгосрочный отпуск μακρά άδεια•
твбрче-ский отпуск άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική.
6. συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών).(τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι).7. το στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.). -
8 разговор
-а α.1. συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη• διάλογος• συζήτηση•длинный μακρά συνομιλία•
короткий разговор βραχεία (σύντομη) συνομιλία•
прервать разговор κόβω (σταματώ) την κουβέντα•
переменить разговор αλλάζω την κουβέντα• γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση•
вести разговор συνομιλώ, κουβεντιάζω•
вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•
разговор между адвокатом и доктором διάλογος μεταξύ δικηγόρου και γιατρού•
возобновить επαναλαβαινω τη συνομιλία•
телефонный разговор τηλεφωνική συνδιάλεξη.
2. πλθ. -ры παλ. βλ. разговорник.εκφρ.без -ов – χωρίς κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)•и -а (разговору) нет ή не может быть – α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα. -
9 Ship
subs.P. and V. ναῦς, ἡ.Boat: P. and V. πλοῖον, τό, σκάφος, τό (Dem. 128), V. πορθμίς, ἡ, κύμβη, ἡ (Soph., frag.), δόρυ, τό, Ar. and P. ἄκατος, ἡ, κέλης, ὁ, πλοιάριον, τό (Xen.), P. κελήτιον, τό, λέμβος, ὁ, ἀκάτιον, τό.Trireme: Ar. and P. τριήρης, ἡ.Ship of war: P. and V. ναῦς μακρά (Æsch., Pers. 380), P. πλοῖον μακρόν.Ringed with ships: Ar. and V. ναύφρακτος.Visited by ships: V. ναύπορος.——————v. trans.Put on board: P. εἰσβιβάζειν, ἐπιβιβάζειν, ἐμβιβάζειν, ἐντιθέναι, P. and V. εἰστιθέναι (Xen.), V. ἐμβήσειν, fut. ἐμβῆσαι, 1st aor. of ἐμβαίνειν.Carry by ship: P. and V. πορθμεύειν, Ar. and P. διάγειν, Ar. and V. ναυστολεῖν, ναυσθλοῦν, V. πορεύειν (rare P. in act.).Ship across: P. διαβιβάζειν (τινά).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ship
-
10 War
subs.The Persian War: P. τὰ Μηδικά (Thuc. 1, 97).War chariot, subs.; P. ἅρμα πολεμιστήριον (Plat.).Ship of war: P. and V. ναῦς μακρά, ἡ, P. πλοῖον μακρόν, τό.Wage war against: P. and V. πολεμεῖν (dat., or πρός, acc.), P. ἀντιπολεμεῖν (dat. or absol.), προσπολεμεῖν (absol.).Desire war: P. πολεμησείειν.Join in waging war: P. συμπολεμεῖν (absol., or with dat., or μετά, gen.).Go to war: P. εἰς πόλεμον καθίστασθαι; see take the field, under Field.Crush by war: P. καταπολεμεῖν (acc.).More difficult to make war upon: P. χαλεπώτεροι προσπολεμεῖν (Thuc. 7, 51).Take prisoner in war: P. ζωγρεῖν (acc.).Prisoner of war: see adj., P. and V. αἰχμάλωτος, V. δουρίληπτος, δορίκτητος, δῃάλωτος, P. δοριάλωτος (Isoc.); see under Prisoner.——————v. intrans.P. and V. πολεμεῖν, V. αἰχμάζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > War
-
11 War-ship
subs.P. and V. ναῦς μακρά, ἡ (Æsch., Pers. 380), P. πλοῖον μακρόν, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > War-ship
См. также в других словарях:
μάκρα — μάκρᾱ , μάκρα bath tub fem nom/voc/acc dual μάκρᾱ , μάκρα bath tub fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μάκρᾱ , μάκρος length neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρα — μάκρα, ἡ (Α) 1. σκάφη ζυμώματος, η μάκτρα 2. επιγρ. η σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκτρα* με αποβολή τού τ μεταξύ κ και ρ (πρβλ. οἰκτρός: οἰκρός). Το ίδιο συμβαίνει και με το συμφωνικό σύμπλεγμα σθλ (πρβλ. ἐσθλός: ἐσλός)] … Dictionary of Greek
μάκρᾳ — μάκραι , μάκρα bath tub fem nom/voc pl μάκρᾱͅ , μάκρα bath tub fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρά — μακρός long neut nom/voc/acc pl μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc/acc dual μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακρά, η — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 128 μ.) του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Βρίσκεται ΝΑ της Ανάφης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ανάφης του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μακρά, τα — Ακατοίκητη νησίδα του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ανάφης του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
μακρᾷ — μακρός long fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακρά Λογκά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 62 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας … Dictionary of Greek
Μακρά Τείχη — Ονομασία δύο τειχών ελληνικών πόλεων της κλασικής εποχής. 1. Ονομασία δύο τμημάτων τειχών, τα οποία ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά και αποτελούσαν μέρος του μεγάλου αμυντικού έργου του αθηναϊκού κράτους. Διακρίνονταν στο Βόρειο, στο Νότιο ή διά… … Dictionary of Greek
μάκρας — μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem acc pl μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκραν — μάκρᾱν , μάκρα bath tub fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)