Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μάγματα

См. также в других словарях:

  • μάγματα — μάγμα thick unguent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαλικός — (I) ή, ό / σιαλικός, ή, όν, ΝΜΑ [σίαλον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίαλο, στο σάλιο νεοελλ. φρ. α) «άνω σιαλικός πυρήνας» ανατ. πυρήνας τού εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι προγαγγλιακές παρασυμπαθητικές ίνες που… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρες — Εκρηξιγενή πετρώματα, που προέρχονται συνήθως από όξινα μάγματα, χωρίς όμως να αποκλείονται και τα μη χαλαζιακά. Βασική σημασία έχει ο ιστός τους, που είναι αφανιτικός (μικροκρυσταλλική θεμελιώδης μάζα και μικροκοκκώδης) ή πορφυροειδής… …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] …   Dictionary of Greek

  • μελαφύρης — Πέτρωμα έκχυσης που προέρχεται από γαββρικά μάγματα. Οι μ. (περμιολιθανθρακοφόρου ή τριαδικής ηλικίας) μοιάζουν πετρογραφικά με τους βασάλτες, από τους οποίους και διακρίνονται επειδή είναι νεότερης ηλικίας. Ο μ. αποτελεί ένα αρκετά συνηθισμένο… …   Dictionary of Greek

  • πνευματολυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πνευματόλυση 2. φρ. α) «πνευματολυτικές διεργασίες» (πετρογρ.) διεργασίες που προκαλούνται ή συνοδεύονται από αέρια υψηλών θερμοκρασιών, τα οποία προέρχονται από εκρηξιγενή μάγματα β) «πνευματολυτικό… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα, που προέρχεται κυρίως από διοριτικά μάγματα. Ως προς τον ιστό, ισχύει ό,τι και στους πορφύρες, από τους οποίους οι π. διαφέρουν βασικά κατά το ότι στους πορφύρες επικρατούν οι καλιούχοι άστριοι, ενώ στους π. τα πλαγιόκλαστα.… …   Dictionary of Greek

  • γάββρος — Πέτρωμα εκρηξιγενές εκχύσεων, σκούρου χρώματος, με ιστό γρανιτοειδή, σε μεγάλους κρυστάλλους. Ο τυπικός γ. αποτελείται από έναν βασικό πλαγιόκλαστο (λαβραδόριο ως ανορθίτη) και από διαλλαγή ή άλλα ορυκτά της ομάδας των πυροξένων και σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»