Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μώλυσις

См. также в других словарях:

  • μώλυσις — και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [μωλύ(ν)ω] 1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο 2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση 3. ταχεία αύξηση σιτηρών …   Dictionary of Greek

  • μώλυσις — imperfect boiling fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλυσιν — μώλυσις imperfect boiling fem acc sg μῶλυ moly neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωλύσεως — μωλύσεω̆ς , μώλυσις imperfect boiling fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»