Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μύϊνος

См. также в других словарях:

  • μύϊνος — μύϊνος, η, ον (Α) [μύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποντίκι ή αυτός που έχει το χρώμα τού ποντικού 2. αυτός που έχει δέρμα ποντικού …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»