-
1 μύϊνος
-
2 μύϊνος
A mouse-coloured, EM790.4, Phot.s.v. φαιόν. -
3 μύϊνος
μύϊνος, von Mäusen; von der Farbe der Mäuse
См. также в других словарях:
μύϊνος — μύϊνος, η, ον (Α) [μύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποντίκι ή αυτός που έχει το χρώμα τού ποντικού 2. αυτός που έχει δέρμα ποντικού … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek