-
1 μύτης
-
2 μύτης
μύτηςmasc nom sg -
3 μύτης
-
4 μύτη
-
5 μύτην
μύτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
6 μύτας
μύτᾱς, μύτηςmasc acc plμύτᾱς, μύτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
7 άνοιγμα
τό1) открывание, раскрывание; вскрытие (конверта и т. п.);άνοιγμα παρένθεσης — раскрытие скобок;
2) открывание, отпирание; раскрытие;3) открытие, начало;του συνεδρίου — открытие съезда;τό άνοιγμα της βουλής — возобновление работы парламента;
άνοιγμα της θερινής περιόδου — начало летнего сезона;
άνοιγμα λογαριασμού — открытие счёта;
4) дыра, отверстие; трещина, щель;расселина;τό άνοιγμα τού σπηλαίου — вход в пещеру;
5) проём; пролёт (моста);6) расширение, более широкая часть (залива, долины и т. п.); 7) цветение, распускание; 8) прорывание, вскрытие (нарыва, раны и т. п.); 9) прокладывание (пути); 10) расширение, увеличение; 11) взлом, проламывание; 12) прояснение (погоды); 13) отплытие, выход в открытое море; 14) недостаток, нехватка, дефицит;§ άνοιγμα της μύτης — кровотечение из носа
-
8 μάτωμα
-
9 δριμύτης
δρῑμύτης, δριμύτηςacridness: fem nom sg -
10 μυκός
Grammatical information: adj.Meaning: ἄφωνος H. (in alphab. wrong position).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], XX [unknown]Etymology: One compares Skt. mū́ka- `dumb'. -- With dental μυττός (\< *-κι̯-?), μύτης, μύδος (H.), μύνδος (S. Fr. 1072, Lyc. 1375, Call. Fr.260; unterital. `with small ears', Rohlfs ByzZ 37, 58f.), μυναρός (H.) `id.'. On itself sands μύρκος ὁ καθόλου μη δυνάμενος λαλεῖν. Συρακούσιοι. ἐνεός, ἄφωνος H.; μυρικᾶς ἄφωνος, ἐν ἑαυτῳ̃ ἔχων ο μέλλει πράττειν H. (cf. v. Blumenthal Hesychst. 42). -- From sound imitating mū, s. μύω (?); on the dental-formations cf. Lat. mūtus, s. further W.-Hofmann on mūtus; with μύνδος (s.v.) Arm. munǰ `dumb' (\< *mun(d)i̯os?); s. auch 1. mundus. With μύρκος agrees formally Lat. murcus `mutilated', esp. of him, who, so as not to become soldier, cuts off his thumbs; it could be a loan from Lat. in Sicil. (rather than the other way round), s. W.-Hofmann s.v. - μύνδος may have prenasal. beside μύδος (and must therefore be retained; against Latte, whose note is not clear to me). I think that μυναρός is a misreading for *μυνδρος. The other forms cannot be easyly fitted in. Continues μυρικ-ᾶς a form *mury-k-? - The group is very unclear. (Do the the words with μυ(ν)δ- belong here?)Page in Frisk: 2,268Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μυκός
См. также в других словарях:
μύτης — μύτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυττός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις*] … Dictionary of Greek
μύτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτη — μύτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτην — μύτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτῃ — μύτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
επίρρινος — ο (Α ἐπίρρινος, ον) [ρις, ρινός] νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίρρινο και επιρρίνιο λουρί τού χαλινού που περνά από τη ράχη τής μύτης τού αλόγου 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στη μύτη αρχ. 1. αυτός που έχει μεγάλη μύτη, ο μυταράς 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ζουλομύτης — α και ισσα, ικο αυτός που έχει ζουληγμένη, πατηκωμένη μύτη, ο πλατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουλώ + μύτης (< μύτη) πρβλ. σουβλο μύτης, ψηλο μύτης] … Dictionary of Greek
καμπουρομύτης — ο αυτός που έχει καμπουρωτή, κυρτή μύτη, γρυπός, γερακομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπούρης + μύτης (< μύτη), πρβλ. πλατσο μύτης, σουβλερο μύτης] … Dictionary of Greek
κοντομύτης — α, ικο σιμός, αυτός που έχει κοντή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μύτης (< μύτη), πρβλ. κουτσο μύτης, πλατσο μύτης] … Dictionary of Greek
κουτσομύτης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 131 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. * * * ο, θηλ. κουτσομύτα (Μ κουτσομύτης και κουτζομύτης, θηλ. κουτσομύτα και κουτσομύτρα) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek