Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μύσταξ

См. также в других словарях:

  • μύσταξ — upper lip masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταξ — ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, ακος) 1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών 2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως τής γάτας, τής τίγρης, ή ψαριών, όπως τής τρίγλης, τού μπαρμπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μυστάκων — μύσταξ upper lip masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστακα — μύσταξ upper lip masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστακας — μύσταξ upper lip masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστακες — μύσταξ upper lip masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστακι — μύσταξ upper lip masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστακος — μύσταξ upper lip masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Moustache — This article is about the type of facial hair. For other uses, see Moustache (disambiguation). Panayot Hitov s moustache Bulgarian hajduk and revolutionary …   Wikipedia

  • μούσταξ — μούσταξ, ακος, ὁ (Μ) μύσταξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσταξ (βλ. και λ. μουστάκι)] …   Dictionary of Greek

  • μυστάκιον — μυστάκιον, τὸ (Μ) [μύσταξ] υποκορ. τού μύσταξ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»