Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μύσαγμα

См. также в других словарях:

  • μύσαγμα — μύσαγμα, τὸ (Α) μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. μα (πρβλ. πράττω πράγμα)] …   Dictionary of Greek

  • μύσαγμα — nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαγμάτων — μύσαγμα gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσάττομαι — (Α) αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μυσ ακ jομαι < θ. μυσ τού μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με εκφραστική παρέκταση ακ. Ο χαρακτήρας κ τού θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα τού ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά… …   Dictionary of Greek

  • μυσπίην — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυχοισμόν, μύσαγμα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»