-
1 μύσαγμα
μύσαγμα, τό, die Befleckung, Alles was befleckt; τό τ' εἰπεῖν εὐπετὲς μύσαγμά πως, Aesch. Suppl. 973.
-
2 μύσαγμα
μύσαγμα, τό, die Befleckung, alles was befleckt
См. также в других словарях:
μύσαγμα — μύσαγμα, τὸ (Α) μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. μα (πρβλ. πράττω πράγμα)] … Dictionary of Greek
μύσαγμα — nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσαγμάτων — μύσαγμα gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσάττομαι — (Α) αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μυσ ακ jομαι < θ. μυσ τού μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με εκφραστική παρέκταση ακ. Ο χαρακτήρας κ τού θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα τού ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά… … Dictionary of Greek
μυσπίην — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυχοισμόν, μύσαγμα» … Dictionary of Greek