Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μύρτα

См. также в других словарях:

  • μύρτα — μύρτᾱ , μύρτη murta fem nom/voc/acc dual μύρτᾱ , μύρτη murta fem nom/voc sg (doric aeolic) μύρτον myrtle berry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρτα — τα ανατ. βλ. μύρτο …   Dictionary of Greek

  • μύρτο — το (Α μύρτον) ο καρπός τής μύρτου, τής μυρσίνης, το σμύρτο, το μούρτο νεοελλ. στον πληθ. τα μύρτα α) φυλλοφόρα κλαδιά μυρτιάς («στόλισαν την εκκλησία με μύρτα») β) ανατ. σαρκώδεις προεξοχές στην είσοδο τού κόλπου τής γυναίκας οι οποίες αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek

  • λευκότροφος — λευκότροφος, ον (Α) ο λευκός και τρυφερός, στην αρχή τής αύξησης («λευκότροφα μύρτα», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μυρτοειδής — ές 1. όμοιος με τα μύρτα ή με τον καρπό τής μυρσίνης 2. φρ. «μυρτοειδής μυς» ανατ. ο μυς που αποτελεί μοίρα τού ρινικού μυός και εκφύεται από το φατνιακό έπαρμα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρτοειδή βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μυρτοπώλης — μυρτοπώλης, o (Α) αυτός που πουλά μύρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • σποδίζω — Α [σποδός] 1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτη («μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.) 2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.) 3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.) 4. έχω τεφρό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»