-
1 μύρμᾱξ
-
2 μυρμαξ
-
3 μυρμηξ
1) муравей Hes. etc.μύρμηκος ἀτραποί Arph. — муравьиные тропинки (шутл. о сложных музыкальных фиоритурах)
2) «муравей» ( неизвестный нам вид хищного животного в Индии) Her. -
4 μύρκος
-
5 μύρμηξ
II fabulous animal in India, Hdt.3.102;οἱ χρυσωρύχοι μ. Str.2.1.9
;λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν Id.16.4.15
, cf. Agatharch. 69, Ael.NA3.4.III hidden rock in the sea, Lyc.878; esp. on the Thessalian coast between Sciathus and Magnesia, Hdt. 7.183; off Smyrna, Plin.HN5.119 (pl.).
См. также в других словарях:
μύρμαξ — μύρμαξ, ὁ (Α) (δωρ. τ. τού μύρμηξ) βλ. μυρμήγκι … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek
μύρμηξ — μύρμηξ, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μύρμαξ) βλ. μυρμήγκι … Dictionary of Greek