-
1 μύξαν
μύξᾱν, μύξαdischarge from the nose: fem acc sg (doric aeolic)μύζωmake the sound: aor part act neut nom /voc /acc sgμύζωmake the sound: aor ind act 3rd pl (homeric ionic) -
2 μύσπαλα
A mousetrap, Hsch. [full] μυσπαλοίματα· τὰ κατάλοιπα τῶν ἀλουμένων, Id. [full] μύσπαν· μύξαν, οἱ δὲ τὸ μυὸς τρόπον ἀναστρέφεσθαι, Id. [full] μυσπίην· μυχοισμόν (fort. μοιχισμόν) , μύσαγμα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύσπαλα
-
3 ὑποποιέω
A put under, assign to,Διόνυσον τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις Plu.2.671c
:—[voice] Med., subject to oneself, Luc.Tox.13.3 [voice] Med., gain by underhand tricks, win by intrigue, win over, [ τοὺς Λακεδαιμονίους] D.19.76, cf. Arist.Pol. 1303b24, PSI5.452.12 (iv A. D.); [τοῖς χρήμασιν] ὑ. τινὰς ἐπί τινα Philostr.Her.10.6
.II [voice] Med., assume, affect, put on,τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Plu.Caes. 41
, cf. Alex.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποποιέω
См. также в других словарях:
μύξαν — μύξᾱν , μύξα discharge from the nose fem acc sg (doric aeolic) μύζω make the sound aor part act neut nom/voc/acc sg μύζω make the sound aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
μύσπα — μύσπα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μύξαν, οἱ δὲ τὸ μυὸς τρόπον ἀναστρέφεσθαι» … Dictionary of Greek