-
1 μύλος
-
2 μύλος
μύλος, ὁ, die Mühle; sprichwörtlich ὀψὲ ϑεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, von später, aber sicher eintretender Strafe; auch der Mühlstein; der Backenzahn -
3 χειρό-μυλος
χειρό-μυλος, ὁ, Handmühle, Sp.
-
4 ἄ-μυλος
-
5 ὑδρό-μυλος
ὑδρό-μυλος, ὁ, die Wassermühle, Hesych.
-
6 μύλλος [2]
-
7 ἄμυλος
ἄ-μυλος, nicht gemahlen, nicht auf der Mühle bereitet, dah. Kuchen aus seinem Mehle -
8 ὑδρόμυλος
ὑδρό-μυλος, ὁ, u. ὑδρο-μύλη, ἡ, die Wassermühle -
9 χειρόμυλον
χειρό-μυλον, τό, u. χειρό-μυλος, ὁ, u. χειρο-μύλη, ἡ, u. χειρο-μύλων, ωνος, ὁ, Handmühle
См. также в других словарях:
μύλος — mill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
μύλος — ο 1. μηχάνημα που αλέθει το σιτάρι, τον καφέ κτλ. 2. το κτίριο όπου είναι εγκαταστημένα τα αλεστικά μηχανήματα. 3. μτφ., τα δόντια και το στομάχι: Αλέθει ο μύλος του (χωνεύει καλά την τροφή του). – Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει (για γερό στομάχι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύλοι — μύλος mill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλοιο — μύλος mill masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλοις — μύλος mill masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλον — μύλος mill masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλου — μύλος mill masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλους — μύλος mill masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλων — μύλος mill masc gen pl μυλών mill house masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλῳ — μύλος mill masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)