-
1 μόγις
A with toil and pain, i. e. hardly, scarcely, Il.9.355, Od.3.119, Hdt.1.116, Ev.Luc.9.39, etc.;μ. ἀνεκτοί Lys.22.10
;μ. παρειποῦσ' A.Pr. 131
(lyr.);μ. πολλῷ πόνῳ Id.Pers. 509
;τὸν μ. Ἀττικόν Pl.Com.31
;πάνυ μ. Pl. Prt. 360d
;μ. πως Id.Chrm. 155e
;μ. καὶ κατ' ὀλίγον Charito 1.8
;βίᾳ καὶ μ. Pl.Phd. 108b
.—Cf. the post-Hom. μόλις: μόλις is rare in [dialect] Att. Prose, exc. in Pl., where it is commoner than μόλις; both forms in codd. of Th. [[pron. full] ῑ metri gr., Il.22.412.]
См. также в других словарях:
μόγις — και αιολ. τ. μύγις (Α) επίρρ. μόλις και μετά βίας, δύσκολα («μόγις δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + επιρρμ. κατάλ. ις (πρβλ. μέχρι(ς), χωρίς, μόλις)] … Dictionary of Greek