Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μόρρια

См. также в других словарях:

  • μόρρια — και μορρία και μούρρινα, τά, ή μορρίνη και μουρρίνη, ἡ (Α) 1. πολύτιμη ύλη, είδος πορσελάνης από την οποία κατασκεύαζαν αγγεία, ποτήρια και φιάλες και την οποία έφερναν από την Ασία στη Ρώμη, πιθ. ο αχάτης 2. μίμηση γυαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • μόρρια — agate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»