1 μόν-αγρος
μόν-αγρος, ὁ, = μοναγρία, Suid. f. l.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > μόν-αγρος
μοναγρία — μοναγρία, ἡ (Α) απομονωμένος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αγρία (< αγριος < ἄγριος), πρβλ. θηρ αγρία] … Dictionary of Greek