1 μόμφις
μόμφις, ἡ, = μέμψις, Teleclid. in B. A. 107.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > μόμφις
μόμφις — μόμφις, εως, ἡ (Α) μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμένος τ. τού μομφή κατά το μέμψις] … Dictionary of Greek
μομφή — η (Α μομφή και μόμφις) 1. κατηγορία, ψόγος 2. επίπληξη, παρατήρηση, μάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μομφ τής ρίζας μεμφ τού μέμφομαι*] … Dictionary of Greek