Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μόγησα

См. также в других словарях:

  • μόγησα — μογέω toil aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογήσας — μογήσᾱς , μογέω toil aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογήσασαν — μογήσᾱσαν , μογέω toil aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»