-
1 μωρό-φρων
-
2 μωρόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωρόφρων
-
3 μωρόφρων
См. также в других словарях:
νεκρόφρων — νεκρόφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σκέπτεται ως θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θεό φρων, μωρό φρων] … Dictionary of Greek
νηπιόφρων — νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός. επίρρ... νηπιοφρόνως (Α) με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό φρων, μωρό φρων] … Dictionary of Greek