Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μωρό-φρων

См. также в других словарях:

  • νεκρόφρων — νεκρόφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σκέπτεται ως θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θεό φρων, μωρό φρων] …   Dictionary of Greek

  • νηπιόφρων — νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός. επίρρ... νηπιοφρόνως (Α) με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό φρων, μωρό φρων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»