-
1 μωρο-πόνηρος
μωρο-πόνηρος, dummböse, Physiogn.
-
2 μωροπόνηρος
μωρο-πόνηρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωροπόνηρος
-
3 μωροπόνηρος
См. также в других словарях:
πολυπόνηρος — ον, Α πολύ πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πονηρός (πρβλ. μωρο πόνηρος)] … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek