Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μωρο-πόνηρος

См. также в других словарях:

  • πολυπόνηρος — ον, Α πολύ πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πονηρός (πρβλ. μωρο πόνηρος)] …   Dictionary of Greek

  • μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»